请输入您要查询的单词:
单词
αετού
释义
αετού
Greek
Noun
αετού
•
(
aetoú
)
m
Genitive
singular
form of
αετός
(
aetós
)
.
随便看
προεροῦντα
προερῶν
προετοίμασα
προετοιμάζομαι
προετοιμάζω
προετοιμάστηκα
προετοιμασία
προετοιμασίας
προετοιμασίες
προετοιμασιών
προεῖπον
προηγουμένη
προηγουμένης
προηγουμένου
προηγουμένους
προηγουμένων
προηγουμένως
προηγούμενα
προηγούμεναι
προηγούμενε
προηγούμενες
προηγούμενη
προηγούμενης
προηγούμενο
προηγούμενοι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 11:53:11