请输入您要查询的单词:

 

单词 αριβιστικός
释义

αριβιστικός

Greek

Adjective

αριβιστικός (arivistikós) m (feminine αριβιστική, neuter αριβιστικό)

  1. relating to the arriviste
    1. newcomer, parvenu
    2. rash, adventurous

Declension

  • see: αριβάρω (ariváro, to arrive)

Further reading

  • αριβιστικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/5 21:45:57