αποχουντοποίηση
Greek
Noun
αποχουντοποίηση • (apochountopoíisi) f (uncountable)
- removal of members and officials after the defeat of a dictatorship
Declension
αποχουντοποίηση
case \\ number | singular | |
---|---|---|
nominative | αποχουντοποίηση • | |
genitive | αποχουντοποίησης • | |
accusative | αποχουντοποίηση • | |
vocative | αποχουντοποίηση • | |
Also, older or formal genitive singlar: αποχουντοποιήσεως • |
Further reading
- αποχουντοποίηση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.