请输入您要查询的单词:
单词
esperiva
释义
esperiva
Italian
Verb
esperiva
third-person singular imperfect indicative of
esperire
随便看
ὀπή
ὀπίσσω
ὀπίσω
ὀπαῖος
ὀπηδέω
ὀπηδεῖ
ὀπιδνός
ὀπισθοφόρος
ὀπισθοφύλαξ
ὀποβάλσαμον
ὀποβαλσάμινος
ὀποπάναξ
Ὀπούντιοι
Ὀπούντιος
Ὀποῦς
ὀππάτεσσι
ὀπτάω
ὀπτίων
ὀπτική
ὀπτικόν
ὀπτικός
ὀπτός
ὀπωπή
ὀπωρινός
ὀπωροθήκη
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 23:50:40