请输入您要查询的单词:
单词
בלזה
释义
בלזה
Hebrew
Noun
בַּלְזָה
•
(
balsá
)
f
balsa
(
a type of wood
)
随便看
τρόπῳ
τρόφιμα
τρόφιμε
τρόφιμο
τρόφιμοι
τρόφιμος
τρόχις
τρύβλιον
τρύγγας
τρύγινος
τρύγοιπος
τρύξ
τρύπα
τρύπανον
τρύπας
τρύπες
τρύπημα
τρύπησα
τρύφος
τρύχινος
τρώγει
τρώγεται
Τρώγιλος
τρώγλη
τρώγομαι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/8 0:28:04