请输入您要查询的单词:
单词
οροσειρών
释义
οροσειρών
Greek
Noun
οροσειρών
•
(
oroseirón
)
f
Genitive
plural
form of
οροσειρά
(
oroseirá
)
.
随便看
ανεγκαινίαστος
ανεγκεφαλία
ανεγκεφαλίας
ανεγκλιμάτιστος
ανεγκωμίαστος
ανεγνωρισμένος
ανεγνώριστος
ανεγράφην
ανεγχείρητος
ανεδαφικοτήτων
ανεδαφικός
ανεδαφικότητα
ανεδαφικότητας
ανεδαφικότητες
ανειδίκευτος
ανειδοποίητος
ανεικονικός
ανειλημμένος
ανειλικρίνεια
ανειλικρίνειας
ανειλικρινής
ανειρήνευτος
ανεκαλύφθην
ανεκδήλωτος
ανεκδίκαστος
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/8 23:06:01