ανεγκλιμάτιστος
Greek
Adjective
ανεγκλιμάτιστος • (anegklimátistos) m (feminine ανεγκλιμάτιστη, neuter ανεγκλιμάτιστο)
- unacclimatised, not acclimatised (UK), unacclimatized, not acclimatized (US)
Declension
declension of ανεγκλιμάτιστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεγκλιμάτιστος | ανεγκλιμάτιστη | ανεγκλιμάτιστο | ανεγκλιμάτιστοι | ανεγκλιμάτιστες | ανεγκλιμάτιστα |
genitive | ανεγκλιμάτιστου | ανεγκλιμάτιστης | ανεγκλιμάτιστου | ανεγκλιμάτιστων | ανεγκλιμάτιστων | ανεγκλιμάτιστων |
accusative | ανεγκλιμάτιστο | ανεγκλιμάτιστη | ανεγκλιμάτιστο | ανεγκλιμάτιστους | ανεγκλιμάτιστες | ανεγκλιμάτιστα |
vocative | ανεγκλιμάτιστε | ανεγκλιμάτιστη | ανεγκλιμάτιστο | ανεγκλιμάτιστοι | ανεγκλιμάτιστες | ανεγκλιμάτιστα |
Related terms
- εγκλιματίζω (egklimatízo, “to acclimatise”)