γαστρεντερολογία
Greek
Noun
γαστρεντερολογία • (gastrenterología) f (plural γαστρεντερολογίες)
- (medicine) gastroenterology
Declension
declension of γαστρεντερολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαστρεντερολογία • | γαστρεντερολογίες • |
genitive | γαστρεντερολογίας • | γαστρεντερολογιών • |
accusative | γαστρεντερολογία • | γαστρεντερολογίες • |
vocative | γαστρεντερολογία • | γαστρεντερολογίες • |