αφηγημένος
Greek
Participle
αφηγημένος • (afigiménos) m (feminine αφηγημένη, neuter αφηγημένο)
- perfect passive participle of αφηγούμαι (afigoúmai)
Declension
declension of αφηγημένος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφηγημένος • | αφηγημένη • | αφηγημένο • | αφηγημένοι • | αφηγημένες • | αφηγημένα • |
genitive | αφηγημένου • | αφηγημένης • | αφηγημένου • | αφηγημένων • | αφηγημένων • | αφηγημένων • |
accusative | αφηγημένο • | αφηγημένη • | αφηγημένο • | αφηγημένους • | αφηγημένες • | αφηγημένα • |
vocative | αφηγημένε • | αφηγημένη • | αφηγημένο • | αφηγημένοι • | αφηγημένες • | αφηγημένα • |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αφηγημένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αφηγημένος (o pio afigiménos), etc.) |