αλληλόχρεοι λογαριασμοί
Greek
Noun
αλληλόχρεοι λογαριασμοί • (allilóchreoi logariasmoí)
- plural of αλληλόχρεος λογαριασμός (allilóchreos logariasmós)
单词 | αλληλόχρεοι λογαριασμοί |
释义 | αλληλόχρεοι λογαριασμοί |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。