αισχύλειος
Greek
Alternative forms
- αισχυλικός (aischylikós)
Adjective
αισχύλειος • (aischýleios) m (feminine αισχύλεια, neuter αισχύλειο)
- Aeschylean
Declension
declension of αισχύλειος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισχύλειος | αισχύλεια | αισχύλειο | αισχύλειοι | αισχύλειες | αισχύλεια |
genitive | αισχύλειου | αισχύλειας | αισχύλειου | αισχύλειων | αισχύλειων | αισχύλειων |
accusative | αισχύλειο | αισχύλεια | αισχύλειο | αισχύλειους | αισχύλειες | αισχύλεια |
vocative | αισχύλειε | αισχύλεια | αισχύλειο | αισχύλειοι | αισχύλειες | αισχύλεια |
Related terms
- Αισχύλος (Aischýlos, “Aeschylus”)