请输入您要查询的单词:
单词
valmistit
释义
valmistit
Finnish
Verb
valmistit
Second-person singular indicative past form of
valmistaa
.
随便看
αρνησίθρησκους
αρνησίθρησκων
αρνησι-
αρνησιδικία
αρνησιδικίας
αρνησιδικίες
αρνησιδικιών
αρνησιθρησκία
αρνησιθρησκίας
αρνησιθρησκίες
αρνησιθρησκεία
αρνησιθρησκείας
αρνησιθρησκείες
αρνησιθρησκειών
αρνησιθρησκιών
αρνησικυρία
αρνησικυρίας
αρνησικυρίες
αρνησικυριών
αρνητ.
αρνητικός
αρνιά
αρνιέμαι
αρνιού
αρνιούμαι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 2:33:57