αρνησιθρησκία
Greek
Noun
αρνησιθρησκία • (arnisithriskía) f (plural αρνησιθρησκίες)
- apostasy
Declension
declension of αρνησιθρησκία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρνησιθρησκία • | αρνησιθρησκίες • |
genitive | αρνησιθρησκίας • | αρνησιθρησκιών • |
accusative | αρνησιθρησκία • | αρνησιθρησκίες • |
vocative | αρνησιθρησκία • | αρνησιθρησκίες • |
Synonyms
- αποστασία f (apostasía)
Related terms
- αρνησίθρησκος m (arnisíthriskos, “apostate, renegade”)