αρνησιθρησκεία
Greek
Noun
αρνησιθρησκεία • (arnisithriskeía) f (plural αρνησιθρησκείες)
- Alternative form of αρνησιθρησκία (arnisithriskía)
Declension
declension of αρνησιθρησκεία
case \\ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αρνησιθρησκεία • | αρνησιθρησκείες • |
genitive | αρνησιθρησκείας • | αρνησιθρησκειών • |
accusative | αρνησιθρησκεία • | αρνησιθρησκείες • |
vocative | αρνησιθρησκεία • | αρνησιθρησκείες • |