请输入您要查询的单词:
单词
maksimert
释义
maksimert
Norwegian Bokmål
Verb
maksimert
past participle of
maksimere
随便看
διακανονισμοί
διακανονισμού
διακανονισμούς
διακανονισμό
διακανονισμός
διακανονισμών
διακλάδωση
διακλάδωσης
διακλαδώσεις
διακλαδώσεων
διακλαδώσεως
διακοιρανέοντα
διακοιρανέων
διακομιστές
διακομιστή
διακομιστής
διακομιστής μεσολάβησης
διακομιστών
διακονέω
διακονία
διακοπές
διακοπή
διακοπής
διακοπτόμενη συνουσία
διακοπτών
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 2:51:34