请输入您要查询的单词:
单词
kristologian
释义
kristologian
Finnish
Noun
kristologian
Genitive singular form of
kristologia
.
随便看
ύελος
ύλη
ύλην
ύμνησα
ύμνησαν
ύμνησε
ύμνησες
ύμνος
ύο
ύπ-
ύπαιθρε
ύπαιθρο
ύπαιθρος
ύπαρξη
Ύπνε
ύπνε
Ύπνο
ύπνο
ύπνοι
Ύπνος
ύπνος
Ύπνου
ύπνου
ύπνους
ύπνων
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/5 22:45:41