ύλη
See also: ὕλη
Greek
Etymology
From Ancient Greek ὕλη (húlē)
Noun
ύλη • (ýli) f (plural ύλες)
- (physics) matter
- matter, stuff, material, substance
Declension
declension of ύλη
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ύλη • | ύλες • | |
genitive | ύλης • | υλών • | |
accusative | ύλη • | ύλες • | |
vocative | ύλη • | ύλες • | |
The form ύλην is used idiomatically (see Related terms below). |
Related terms
- αντιύλη f (antiýli, “antimatter”)
- άυλος (áylos)
- γραφική ύλη f (grafikí ýli, “stationery, writing materials”)
- εξαϋλώνω (exaÿlóno)
- εφ' όλης της ύλης (ef' ólis tis ýlis, “everything, all inclusive, comprehensively”)
- καθ' ύλην αρμόδιος m (kath' ýlin armódios, “responsible or relevant person”)
- πρώτη ύλη (próti ýli, “raw material”)
- υλικό (ylikó)
- υλικοτεχνικός (ylikotechnikós)
- υλισμός (ylismós)
- υλιστής (ylistís)
- υλιστικός (ylistikós)
- υλοζωισμός (ylozoismós)
- υλοζωιστής (ylozoistís)
- υλομορφισμός (ylomorfismós)
- υλοποίηση (ylopoíisi)
- υλοποιώ (ylopoió)
Further reading
ύλη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el