请输入您要查询的单词:

 

单词 ύλη
释义

ύλη

See also: ὕλη

Greek

Etymology

From Ancient Greek ὕλη (húlē)

Noun

ύλη (ýli) f (plural ύλες)

  1. (physics) matter
  2. matter, stuff, material, substance

Declension

  • αντιύλη f (antiýli, antimatter)
  • άυλος (áylos)
  • γραφική ύλη f (grafikí ýli, stationery, writing materials)
  • εξαϋλώνω (exaÿlóno)
  • εφ' όλης της ύλης (ef' ólis tis ýlis, everything, all inclusive, comprehensively)
  • καθ' ύλην αρμόδιος m (kath' ýlin armódios, responsible or relevant person)
  • πρώτη ύλη (próti ýli, raw material)
  • υλικό (ylikó)
  • υλικοτεχνικός (ylikotechnikós)
  • υλισμός (ylismós)
  • υλιστής (ylistís)
  • υλιστικός (ylistikós)
  • υλοζωισμός (ylozoismós)
  • υλοζωιστής (ylozoistís)
  • υλομορφισμός (ylomorfismós)
  • υλοποίηση (ylopoíisi)
  • υλοποιώ (ylopoió)

Further reading

  • ύλη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/6 0:34:21