请输入您要查询的单词:
单词
budowały
释义
budowały
Polish
Verb
budowały
third-person plural nonvirile past of
budować
随便看
ανασχετικό
ανασχετικός
ανασχετικών
ανασχημάτισα
ανασχηματίζομαι
ανασχηματίζω
ανασχηματίστηκα
ανασχηματισμέ
ανασχηματισμοί
ανασχηματισμού
ανασχηματισμούς
ανασχηματισμό
ανασχηματισμός
ανασχηματισμών
ανασόνι
ανασύνδεση
ανασύνδεσης
ανασύνθεσα
ανασύνθεση
ανασύνθεσης
ανασύνθετα
ανασύνταξη
ανασύνταξης
ανασύρθηκα
ανασύρομαι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/9 9:33:05