请输入您要查询的单词:
单词
баштапкы
释义
баштапкы
Southern Altai
Adjective
баштапкы
•
(
baštapkï
)
first
Synonyms
биринчи
(
birinči
)
随便看
ερευνητής
ερευνητριών
ερευνητών
ερευνιέμαι
ερευνώ
ερευνώμαι
ερευνών
ερεύνησα
Ερζεγοβίνη
ερημία
ερημίας
ερημίες
ερημίτης
ερημιά
ερημιάς
ερημιές
ερημικός
ερημιών
ερημοποίηση
ερημοποίησης
ερημοποιήσεις
ερημοποιήσεων
ερημοποιήσεως
εριστικά
εριστικές
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/5 19:27:57