请输入您要查询的单词:
单词
όνο
释义
όνο
Greek
Noun
όνο
•
(
óno
)
m
or
f
accusative singular of
όνος
(
ónos
)
随便看
οξείες
οξειδοαναγωγή
οξειδοαναγωγής
οξειδοαναγωγικός
οξειδωτικά μέσα
οξειδωτικό μέσο
οξειδωτικός
οξεικό οξύ
οξειών
οξιά
οξιάς
οξιές
οξιδωτικά μέσα
οξιδωτικό μέσο
οξικό οξύ
οξιών
οξυγονοκολλήτρια
οξυγονοκολλητής
οξυγονοκολλώ
οξυγονοκόλλησα
οξυγονοκόλληση
οξυγόνο
οξυγόνου
οξυδέρκεια
οξυδέρκειας
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/5 22:07:01