οξιδωτικό μέσο
Greek
Noun
οξιδωτικό μέσο • (oxidotikó méso) n (plural οξιδωτικά μέσα)
- Alternative form of οξειδωτικό μέσο (oxeidotikó méso)
单词 | οξιδωτικό μέσο |
释义 | οξιδωτικό μέσο |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。