请输入您要查询的单词:
单词
φίλησες
释义
φίλησες
Greek
Verb
φίλησες
•
(
fílises
)
2nd person singular simple past form of
φιλώ
(
filó
)
.
随便看
ακούγω
ακούμπησα
ακούμπισμα
ακούμπωτος
ακούνητος
ακούομαι
ακούραστα
ακούραστε
ακούραστες
ακούραστη
ακούραστης
ακούραστο
ακούραστοι
ακούραστος
ακούραστου
ακούραστους
ακούραστων
ακούρδιστος
ακούρευτος
ακούρντιστος
ακούσης
ακούσθηκα
ακούσθηκε
ακούσιος
ακούσματα
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 13:06:42