ακούνητος
Greek
Adjective
ακούνητος • (akoúnitos) m (feminine ακούνητη, neuter ακούνητο)
- still, stationary
- immovable
Declension
declension of ακούνητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακούνητος | ακούνητη | ακούνητο | ακούνητοι | ακούνητες | ακούνητα |
genitive | ακούνητου | ακούνητης | ακούνητου | ακούνητων | ακούνητων | ακούνητων |
accusative | ακούνητο | ακούνητη | ακούνητο | ακούνητους | ακούνητες | ακούνητα |
vocative | ακούνητε | ακούνητη | ακούνητο | ακούνητοι | ακούνητες | ακούνητα |