请输入您要查询的单词:
单词
τρομπονιού
释义
τρομπονιού
Greek
Noun
τρομπονιού
•
(
tromponioú
)
n
Genitive
singular
form of
τρομπόνι
(
trompóni
)
.
随便看
όμιλος
όμοια
όμοιος
όμορφα
όμορφε
όμορφες
όμορφη
όμορφης
όμορφο
όμορφοι
όμορφος
όμορφου
όμορφους
όμορφων
όμποε
όμως
όναρ
όνε
όνειρα
όνειρο
όνο
όνοι
όνομά
όνομα
όνος
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/6 20:22:11