στρύχνος
Greek
Noun
στρύχνος • (strýchnos) m (plural στρύχνοι)
- (botany) nightshade
Declension
declension of στρύχνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρύχνος • | στρύχνοι • |
genitive | στρύχνου • | στρύχνων • |
accusative | στρύχνο • | στρύχνους • |
vocative | στρύχνε • | στρύχνοι • |