σακίδιο
Greek
Alternative forms
- σακκίδιο n (sakkídio)
Noun
σακίδιο • (sakídio) n (plural σακίδια)
- haversack
- rucksack
Declension
declension of σακίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σακίδιο • | σακίδια • |
genitive | σακιδίου • | σακιδίων • |
accusative | σακίδιο • | σακίδια • |
vocative | σακίδιο • | σακίδια • |
Synonyms
- (haversack): ταγάρι n (tagári)
- (haversack): γυλιός m (gyliós)