请输入您要查询的单词:
单词
πτέραρχο
释义
πτέραρχο
Greek
Noun
πτέραρχο
•
(
ptérarcho
)
m
or
f
Accusative
singular
form of
πτέραρχος
(
ptérarchos
)
.
随便看
Ἀχιλῆα
Ἀχιλῆος
Ἀχιλῆϊ
ἀχλύς
ἀχνύμενοί
ἀχνύμενοι
ἀχνύμενος
ἀχνύμενός
ἀχράδινος
ἀχράς
ἀχραδαμύλα
ἀχρεῖος
ἀχρηματία
ἀχρηματίαν
ἀχυροθήκη
ἀχύρινος
ἀψίνθινος
ἀψίνθιον
ἀψινθίου
ἀψινθίτης
ἀωμένη
ἀϊδής
ἀϊδνός
ἀϋτή
ἀϋτὴ
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 0:47:46