προσέγγιση
Greek
Noun
προσέγγιση • (proséngisi) f (plural προσεγγίσεις)
- approximation, approach
- rapprochement
Declension
declension of προσέγγιση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | προσέγγιση • | προσεγγίσεις • | |
genitive | προσέγγισης • | προσεγγίσεων • | |
accusative | προσέγγιση • | προσεγγίσεις • | |
vocative | προσέγγιση • | προσεγγίσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: προσεγγίσεως • |
Derived terms
- κατά προσέγγιση (katá proséngisi, “approximately”)
Related terms
- προσεγγίζω (prosengízo, “to approach, to come near”)
Further reading
- Ελληνοαλβανική προσέγγιση (1881-1912) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el (for example)