παγοδρομία
Greek
Noun
παγοδρομία • (pagodromía) f (plural παγοδρομίες)
- ice skating
Declension
declension of παγοδρομία
case \\ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | παγοδρομία • | παγοδρομίες • |
genitive | παγοδρομίας • | παγοδρομιών • |
accusative | παγοδρομία • | παγοδρομίες • |
vocative | παγοδρομία • | παγοδρομίες • |
Further reading
- παγοδρομία - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.