ματοβαμμένες
Greek
Alternative forms
- αιματοβαμμένες (aimatovamménes) (standard)
Pronunciation
- IPA(key): /matovaˈmenes/
- Hyphenation: μα‧το‧βαμ‧μέ‧νες
Participle
ματοβαμμένες • (matovamménes)
- Nominative, accusative and vocative plural feminine form of ματοβαμμένος (matovamménos).