λιθογραφία
Greek
Noun
λιθογραφία • (lithografía) f (plural λιθογραφίες)
- (art) lithography (method of print creation using metal or stone)
- (art) lithograph (print produced using lithography)
- lithography (technical method for industrial printing)
Declension
declension of λιθογραφία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λιθογραφία • | λιθογραφίες • |
genitive | λιθογραφίας • | λιθογραφιών • |
accusative | λιθογραφία • | λιθογραφίες • |
vocative | λιθογραφία • | λιθογραφίες • |