ηλεκτρικούς
Greek
Adjective
ηλεκτρικούς • (ilektrikoús)
- Accusative plural masculine form of ηλεκτρικός (ilektrikós).
Noun
ηλεκτρικούς • (ilektrikoús) m
- Accusative plural form of ηλεκτρικός (ilektrikós).
单词 | ηλεκτρικούς |
释义 | ηλεκτρικούς |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。