请输入您要查询的单词:
单词
εθνικισμού
释义
εθνικισμού
Greek
Noun
εθνικισμού
•
(
ethnikismoú
)
m
Genitive
singular
form of
εθνικισμός
(
ethnikismós
)
.
随便看
Κυπριακή Δημοκρατία
κυπριακός
Κυπριώτης
κυπριώτικα
Κυπριώτισσα
Κυπρος
κυπρῖνος
κυρά
κυράτσα
κυράτσας
κυράτσες
κυρήθρα
Κυρήνη
κυρία
κυρίας
κυρίες
κυρίλλιον
Κυρίου
κυρίου
κυρίους
Κυρίτης
κυρίων
κυρίως
κυρβασία
κυρβασίας
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/7 8:07:34