γλυκύριζα
Greek
Noun
γλυκύριζα • (glykýriza) f (plural γλυκύριζες)
- Alternative form of γλυκόριζα (glykóriza)
Declension
declension of γλυκύριζα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γλυκύριζα • | γλυκύριζες • |
genitive | γλυκύριζας • | — |
accusative | γλυκύριζα • | γλυκύριζες • |
vocative | γλυκύριζα • | γλυκύριζες • |