γκρέϊπφρουτ
See also: γκρέιπφρουτ, γκρέιπ-φρουτ, and γκρέιπ φρουτ
Greek
Noun
γκρέϊπφρουτ • (gkréïpfrout) n (indeclinable)
- Alternative form of γκρέιπφρουτ (gkréipfrout)
单词 | γκρέϊπφρουτ |
释义 | γκρέϊπφρουτSee also: γκρέιπφρουτ, γκρέιπ-φρουτ, and γκρέιπ φρουτ |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。