请输入您要查询的单词:
单词
βαρετής
释义
βαρετής
Greek
Adjective
βαρετής
•
(
varetís
)
Genitive
singular
feminine
form of
βαρετός
(
varetós
)
.
随便看
φωσφορίσατε
φωσφόρε
φωσφόριζα
φωσφόρισαν
φωσφόρισε
φωσφόρισες
φωσφόρο
Φωσφόρος
φωσφόρος
φωσφόρου
φωτί
φωτίζω
φωτίσαμε
φωτίσατε
φωτεινά
φωτεινέ
φωτεινές
Φωτεινή
φωτεινή
φωτεινής
φωτεινοί
φωτεινού
φωτεινούς
φωτεινό
Φωτεινός
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 11:40:27