αραχνιασμένοι
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /aɾaxɲaˈzmeni/
- Hyphenation: α‧ρα‧χνια‧σμέ‧νοι
- Homophone: αραχνιασμένη (arachniasméni)
Participle
αραχνιασμένοι • (arachniasménoi)
- Nominative and vocative plural masculine form of αραχνιασμένος (arachniasménos).