αποσχισμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αποσχίζομαι (aposchízomai), passive voice of αποσχίζω (aposchízo)
Participle
αποσχισμένος • (aposchisménos) m (feminine αποσχισμένη, neuter αποσχισμένο)
- seceded, severed
Declension
declension of αποσχισμένος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσχισμένος • | αποσχισμένη • | αποσχισμένο • | αποσχισμένοι • | αποσχισμένες • | αποσχισμένα • |
genitive | αποσχισμένου • | αποσχισμένης • | αποσχισμένου • | αποσχισμένων • | αποσχισμένων • | αποσχισμένων • |
accusative | αποσχισμένο • | αποσχισμένη • | αποσχισμένο • | αποσχισμένους • | αποσχισμένες • | αποσχισμένα • |
vocative | αποσχισμένε • | αποσχισμένη • | αποσχισμένο • | αποσχισμένοι • | αποσχισμένες • | αποσχισμένα • |