απατεωνίσκος
Greek
Noun
απατεωνίσκος • (apateonískos) m (plural απατεωνίσκοι)
- petty criminal
- young cheat or swindler, hoodlum
Declension
declension of απατεωνίσκος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απατεωνίσκος • | απατεωνίσκοι • |
genitive | απατεωνίσκου • | απατεωνίσκων • |
accusative | απατεωνίσκο • | απατεωνίσκους • |
vocative | απατεωνίσκε • | απατεωνίσκοι • |
Related terms
- see: απάτη f (apáti, “deception, swindle”)