αναψύχωση
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.naˈpsi.xo.si/
- Hyphenation: α‧να‧ψύ‧χω‧ση
Noun
αναψύχωση • (anapsýchosi) f (plural αναψυχώσεις)
- cheering up, reinvigoration
- Synonyms: αναζωογόνηση (anazoogónisi), εμψύχωση (empsýchosi)
Declension
declension of αναψύχωση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αναψύχωση • | αναψυχώσεις • | |
genitive | αναψύχωσης • | αναψυχώσεων • | |
accusative | αναψύχωση • | αναψυχώσεις • | |
vocative | αναψύχωση • | αναψυχώσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: αναψυχώσεως • |
Related terms
- ψύχωση f (psýchosi, “psychosis”)
- and see: αναψυχώνω (anapsychóno, “reinvigorate, reanimate”)