ανατολίστρια
Greek
Noun
ανατολίστρια • (anatolístria) f (plural ανατολίστριες, masculine ανατολιστής)
- orientalist
Declension
declension of ανατολίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανατολίστρια • | ανατολίστριες • |
genitive | ανατολίστριας • | ανατολιστριών • |
accusative | ανατολίστρια • | ανατολίστριες • |
vocative | ανατολίστρια • | ανατολίστριες • |
Related terms
- see: ανατολή f (anatolí, “east, orient”)