αναρρωτικός
Greek
Adjective
αναρρωτικός • (anarrotikós) m (feminine αναρρωτική, neuter αναρρωτικό)
- convalescent, recuperative
Declension
declension of αναρρωτικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναρρωτικός | αναρρωτική | αναρρωτικό | αναρρωτικοί | αναρρωτικές | αναρρωτικά |
genitive | αναρρωτικού | αναρρωτικής | αναρρωτικού | αναρρωτικών | αναρρωτικών | αναρρωτικών |
accusative | αναρρωτικό | αναρρωτική | αναρρωτικό | αναρρωτικούς | αναρρωτικές | αναρρωτικά |
vocative | αναρρωτικέ | αναρρωτική | αναρρωτικό | αναρρωτικοί | αναρρωτικές | αναρρωτικά |
Related terms
- see: αναρρώνω (anarróno, “to recover”)