请输入您要查询的单词:
单词
αμοραλισμέ
释义
αμοραλισμέ
Greek
Noun
αμοραλισμέ
•
(
amoralismé
)
m
Vocative
singular
form of
αμοραλισμός
(
amoralismós
)
.
随便看
μουντού
μουντούς
μουντό
μουντός
μουντών
Μουνυχία
Μουνυχιών
μουνόπανα
μουνόπανο
μουνόπανου
μουνόπανων
μουνότριχα
μουνότριχας
μουνότριχες
μουνότρυπα
μουνότρυπας
μουνότρυπες
μουνόψειρα
μουνόψειρας
μουνόψειρες
μουριά
Μουριανή
μουρλά
μουρλέ
μουρλές
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/6 16:36:23