请输入您要查询的单词:

 

单词 αλεύρι
释义

αλεύρι

Greek

Alternative forms

  • άλευρο n (álevro)

Etymology

From Ancient Greek *ἀλεύριον (*aleúrion), a diminutive of ἄλευρον (áleuron) (→ άλευρο (álevro)).

Pronunciation

  • IPA(key): [aˈlevɾi]

Noun

αλεύρι (alévri) n (plural αλεύρια)

  1. flour (ground cereal grains, especially wheat)
    Αυτή κοσκινίζει αλεύρι σε μια λεκάνη.
    Aftí koskinízei alévri se mia lekáni.
    She sifts flour into a bowl.

Declension

Synonyms

  • φαρίνα f (farína, fine white flour)
  • αλεύρι καλαμποκιού n (alévri kalampokioú, cornflour)
  • αλεύρι που φουσκώνει n (alévri pou fouskónei, self-raising flour)
  • αλεύρι σιταριού n (alévri sitarioú, wheat flour)
  • αλευροβιομηχανία f (alevroviomichanía, flour industry)
  • αλευροειδής (alevroeidís, farinaceous)
  • αλευρόκολλα f (alevrókolla, flour paste, gluten)
  • αλευρόμυλος m (alevrómylos, flour mill)
  • αλευροποίηση f (alevropoíisi, milling)
  • αλευροποιΐα f (alevropoiḯa, flour industry)
  • αλευροποιώ (alevropoió, to grind)
  • αλευρώδης (alevródis, floury, mealy)
  • αλεύρωμα (alévroma, dusting with flour)
  • αλευρωμένος (alevroménos, floury)
  • αλευρώνω (alevróno, to flour)
  • καλαμποκάλευρο n (kalampokálevro, cornflour)
  • σκληρόαλεύρι n (skliró alévri, bread flour, strong flour)
  • and see: αλέθω (alétho, to grind, to mill)

See also

  • άμυλο n (ámylo, starch)

Further reading

  • αλεύρι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/5 23:23:59