αισθητήρας
Greek
Noun
αισθητήρας • (aisthitíras) m (plural αισθητήρες)
- sensor
Declension
declension of αισθητήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισθητήρας • | αισθητήρες • |
genitive | αισθητήρα • | αισθητήρων • |
accusative | αισθητήρα • | αισθητήρες • |
vocative | αισθητήρα • | αισθητήρες • |