αισθαντικότητα
Greek
Etymology
αισθαντικός (aisthantikós, “sensual, sensitive”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1799.
Noun
αισθαντικότητα • (aisthantikótita) f (uncountable)
- sensitivity
- sentimentality
Declension
declension of αισθαντικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισθαντικότητα • | αισθαντικότητες • |
genitive | αισθαντικότητας • | αισθαντικοτήτων • |
accusative | αισθαντικότητα • | αισθαντικότητες • |
vocative | αισθαντικότητα • | αισθαντικότητες • |
Synonyms
- (sentimentality): αισθηματικότητα f (aisthimatikótita)
Related terms
- see: αισθάνομαι (aisthánomai, “to feel, to sense”)