αζεμάτιστος
Greek
Adjective
αζεμάτιστος • (azemátistos) m (feminine αζεμάτιστη, neuter αζεμάτιστο)
- unscalded, unblanched, unbasted
Declension
declension of αζεμάτιστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αζεμάτιστος | αζεμάτιστη | αζεμάτιστο | αζεμάτιστοι | αζεμάτιστες | αζεμάτιστα |
genitive | αζεμάτιστου | αζεμάτιστης | αζεμάτιστου | αζεμάτιστων | αζεμάτιστων | αζεμάτιστων |
accusative | αζεμάτιστο | αζεμάτιστη | αζεμάτιστο | αζεμάτιστους | αζεμάτιστες | αζεμάτιστα |
vocative | αζεμάτιστε | αζεμάτιστη | αζεμάτιστο | αζεμάτιστοι | αζεμάτιστες | αζεμάτιστα |
Related terms
- ζεματίζω (zematízo, “to scald”)