αεικίνητου
Greek
Adjective
αεικίνητου • (aeikínitou)
- Genitive singular masculine form of αεικίνητος (aeikínitos).
- Genitive singular neuter form of αεικίνητος (aeikínitos).
Noun
αεικίνητου • (aeikínitou) n
- Genitive singular form of αεικίνητο (aeikínito).