αδηλητηρίαστος
Greek
Adjective
αδηλητηρίαστος • (adilitiríastos) m (feminine αδηλητηρίαστη, neuter αδηλητηρίαστο)
- unpoisoned
- Ήθελε να βεβαιωθεί ότι το φαγητό του ήταν αδηλητηρίαστο.
- Íthele na vevaiotheí óti to fagitó tou ítan adilitiríasto.
- He made sure that his food was not poisoned.
- (figuratively) unbitter
Declension
declension of αδηλητηρίαστος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αδηλητηρίαστος | αδηλητηρίαστη | αδηλητηρίαστο | αδηλητηρίαστοι | αδηλητηρίαστες | αδηλητηρίαστα |
genitive | αδηλητηρίαστου | αδηλητηρίαστης | αδηλητηρίαστου | αδηλητηρίαστων | αδηλητηρίαστων | αδηλητηρίαστων |
accusative | αδηλητηρίαστο | αδηλητηρίαστη | αδηλητηρίαστο | αδηλητηρίαστους | αδηλητηρίαστες | αδηλητηρίαστα |
vocative | αδηλητηρίαστε | αδηλητηρίαστη | αδηλητηρίαστο | αδηλητηρίαστοι | αδηλητηρίαστες | αδηλητηρίαστα |