请输入您要查询的单词:
单词
έπιασα
释义
έπιασα
Greek
Verb
έπιασα
•
(
épiasa
)
1st person singular simple past form of
πιάνω
(
piáno
)
.
随便看
μόσυλον
Μόσχα
Μόσχας
μόσχινος
μόσχος
μότο
μόχθος
Μόψιον
Μόψος
μόψος
μύγα
μύγδαλο
μύγες
μύδι
μύδια
μύδρος
μύες
μύθε
μύθο
μύθοι
μύθοισι
μύθοισιν
μύθος
μύθου
μύθους
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/8 4:21:15